Ψυχολογία και διαμεσολάβηση : ποια η μεταξύ τους σχέση (μέρος Α’)

Ψυχολογία και διαμεσολάβηση : ποια η μεταξύ τους σχέση (μέρος Α’)

άρθρο της συναδέλφου Δέσποινας Μελισσαροπούλου

Η διαμεσολάβηση είναι μία μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, η οποία εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο για πρώτη φορά με το νόμο 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ και πλέον με το νόμο 4512/2018 (άρθρα 178-209).

Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να επικεντρωθούμε στη σχέση μεταξύ ψυχολογίας και διαμεσολάβησης. Και η ψυχολογία, εν προκειμένω, λαμβάνει δύο έννοιες: αφενός την ψυχολογική κατάσταση των μερών και πώς αυτή επηρεάζει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση ή το αποτέλεσμά της και αφετέρου την επιστήμη της ψυχολογίας και πώς αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.

Είναι γνωστό ότι οι ιδιωτικές διαφορές στην πλειονότητά τους (είτε είναι εμπορικές είτε εργασιακές είτε οικογενειακές) εκκινούν από την διατάραξη των διαπροσωπικών σχέσεων των εμπλεκομένων μερών. Σε αυτό το σημείο λοιπόν, ο διαμεσολαβητής έρχεται αντιμέτωπος με την πρόκληση να λειτουργήσει ως «μεσίτης» αποκατάστασης των σχέσεων και του διαλόγου μεταξύ των μερών. Τι εννοούμε, όμως, λέγοντας ότι ο διαμεσολαβητής λειτουργεί ως «ενδιάμεσος ή μεσίτης»:

Τα εμπλεκόμενα μέρη σε μία διαφορά βρίσκονται σε διάσταση απόψεων ως προς το αντικείμενο διάθεσης της διαφοράς αλλά και σε ψυχολογική απομόνωση στην οποία έχουν οδηγηθεί λόγω της διατάραξης των σχέσεών τους. Συνήθως προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις με την εκ των προτέρων αίσθηση ότι «ο άλλος» θα λειτουργήσει κακόπιστα σε βάρος τους.   Αυτή, λοιπόν, η συναισθηματική απομόνωση και η εμμονή στη σύγκρουση και στην αίσθηση ότι «ο άλλος» εκ  των προτέρων προδιατίθεται αρνητικά συνιστούν εμπόδια για την αποκατάσταση του διαλόγου, την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης και, εν τέλει, την επιτυχή  ολοκλήρωση της διαμεσολάβησης.

Η ανατροπή αυτής της ψυχολογικής διάθεσης είναι μία από τις προκλήσεις  με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο διαμεσολαβητής. Προκειμένου να υποβοηθήσει τα μέρη, ξεκινά με τη δημιουργία της αίσθησης ότι το πλαίσιο και οι διαδικασίες που θα ακολουθηθούν στη διαμεσολάβηση είναι γνωστές και ισότιμες για όλους, επομένως υπάρχει εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Διασφαλίζει ότι τα μέρη κατανοούν ότι τα όσα θα ειπωθούν είναι εμπιστευτικά, ότι η συμμετοχή των μερών είναι εθελοντική και εκούσια, η συμμετοχή τους είναι ισότιμη και φυσικά ότι ο ίδιος δεν αντλεί κανένα όφελος είτε άμεσα είτε έμμεσα από την έκβαση της διαφοράς. Με τον τρόπο αυτό δομείται ένα ασφαλές πλαίσιο για να ξεκινήσει ο διαμεσολαβητής να αξιοποιεί τις δεξιότητές του, να αποκαταστήσει το διάλογο μεταξύ των μερών και να ενθαρρύνει την έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων, οι οποίες θα οδηγήσουν στην αποκάλυψη των ουσιαστικών αναγκών και εν τέλει στην αποκατάσταση ή μη της σχέσης μεταξύ των μερών. Επομένως, η ψυχολογική κατάσταση και διάθεση των μερών έχει κομβική σημασία για την επιτυχή έκβαση της διαμεσολάβησης. Χωρίς την αποκατάσταση της ψυχολογικής επαφής δεν ανοικοδομείται ο διάλογος ούτε μπορεί να επιτευχθεί η απεμπλοκή από τη σύγκρουση.

(συνεχίζεται)

Η Δέσποινα Μελισσαροπούλου είναι δικηγόρος και διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της μέσω email στο d.melissaropoulou@gmail.com

Leave a reply

Designed by WEB-ICON

newspaper templates - theme rewards