Οδοί συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μετά την προσφυγή στη δικαιοσύνη και ο νέος διευρυμένος ρόλος του δικαστή

Οδοί συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μετά την προσφυγή στη δικαιοσύνη και ο νέος διευρυμένος ρόλος του δικαστή

άρθρο του Στέργιου Δρίτσα, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Σύρου

     Η αντίληψη που διαχρονικά κυριαρχεί στο ελληνικό δικονομικό σύστημα επίλυσης ιδιωτικών διαφορών θέλει το δικαστή να τέμνει τη διαφορά (που οι διάδικοι οδήγησαν ενώπιόν του) με την έκδοση απόφασης. Η αντίληψη αυτή, όσο και αν αποτελεί κοινό τόπο, αποδεικνύεται πως δεν εξυπηρετεί πλέον ούτε τη δικαιοσύνη ούτε τα συμφέροντα των διαδίκων και χρειάζεται να αλλάξει, καθώς το θεμελιωμένο σε αυτή σύστημα δείχνει να πλησιάζει στα όριά του.

    Η ανάγκη αλλαγής προκύπτει ανάγλυφη αν αναλογιστεί κανείς τους ακόλουθους παράγοντες που αποτελούν ταυτόχρονα και σοβαρά μειονεκτήματα του δικονομικού μας συστήματος. Πρώτον, η έκδοση της απόφασης μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία. Ήδη ο νομοθέτης έχει εμμέσως αποδεχθεί ως μέσο όρο χρόνου έκδοσης της απόφασης τους οκτώ μήνες με το άρθρο 308 παρ.2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), το οποίο σημειωτέον έμεινε αλώβητο, καίτοι βασική ratio του Ν.4335/2015, που επέφερε πληθώρα αλλαγών στον ΚΠολΔ, ήταν η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Πέρα όμως από τις νομοθετικές προβλέψεις, υπάρχει και η αμείλικτη πραγματικότητα των αριθμών: Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της  ιστοσελίδας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, εισήλθαν στα Πρωτοδικεία όλης της χώρας 56.099 αστικές υποθέσεις και διεκπεραιώθηκαν 53.807, εκ των οποίων οι 36.257 με έκδοση απόφασης. Είναι αλήθεια συνεπώς ότι παρά τις εξαντλητικές προσπάθειες της συντριπτικής πλειοψηφίας των δικαστικών λειτουργών της χώρας ο παραπάνω όγκος υποθέσεων δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε καθυστέρηση την διευθέτηση των αστικών υποθέσεων, δεδομένων και των λοιπών καθηκόντων των δικαστών, οι οποίοι δικάζουν παράλληλα και ως πολιτικοί και ως ποινικοί δικαστές. Σε ένα δεύτερο στάδιο η έκδοση απόφασης (ακόμα και αν αυτή μπορεί να εκτελεστεί άμεσα) δεν συνεπάγεται το τέλος της διαφοράς. Χωρίς να συνυπολογιστεί η δυνατότητα του ηττηθέντος να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης, που συνεπάγεται αυτομάτως και νέα δίκη, ο ΚΠολΔ, παρέχει στον ηττημένο διάδικο (κατά του οποίου στρέφεται ο νικητής με τη διαδικασία εκτέλεσης)  πέντε ανακοπές (των άρθρων 934 παρ.1α, 934 1β, 954 παρ.4 και 993 παρ.2, 971 παρ.2, 979 παρ.2 και 1006 παρ.3), και τέσσερις αναστολές εκτέλεσης (των άρθρων 912-913, 937 παρ.1β, 937 παρ.1γ, 1000) καθώς και δύο ανακοπές σε όποιον τρίτο έχει έννομο συμφέρον (των άρθρων 936 και 987), ένδικα βοηθήματα που το κάθε ένα συνεπάγεται άνοιγμα νέας δίκης. Ακόμα όμως και αν όλες οι ανωτέρω δίκες έχουν ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον αρχικό νικητή διάδικο, και πάλι ο ΚΠολΔ δεν μπορεί να του εγγυηθεί ότι η διαδικασία εκτέλεσης θα αποδεχθεί τελέσφορη. Στην περίπτωση ιδίως της λεγόμενης έμμεσης εκτέλεσης, δηλαδή της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με πλειστηριασμό προς ικανοποίηση του δανειστή, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο είτε της μη εμφάνισης καν υποψήφιων αγοραστών, είτε της εκποίησης σε τιμή τέτοια που δεν καλύπτει την αξίωση του οφειλέτη. Τέλος, και πέρα από τη νομική διάσταση του θέματος, μία τόσο μακροχρόνια αντιδικία υπονομεύει καίρια την όποια πιθανότητα μελλοντικής εκ νέου συνεργασίας των διαδίκων μερών, ειδικά αν πρόκειται για διαφορά στα πλαίσια εμπορικής συναλλαγής.

     Εν όψει όλων των ανωτέρω δυσχερειών του συστήματος ο δικαστής που επιθυμεί να βοηθήσει τα μέρη να επιλύσουν τη μεταξύ τους διαφορά, γρήγορα, με τα λιγότερα δυνατά έξοδα και κυρίως χωρίς να διαρραγούν πλήρως οι μεταξύ τους σχέσεις, οφείλει να χρησιμοποιήσει όσα μέσα του δίνει ο νόμος. Ειδικότερα, πριν την έναρξη της δίκης ο δικαστής μπορεί να ρωτήσει τα μέρη αν η διαφορά έχει υπαχθεί σε διαιτησία, όπως ο θεσμός αυτός ορίζεται στο άρθρα 867 και εξής του ΚΠολΔ, και να τους ενημερώσει ότι ακόμα και την ύστατη αυτή στιγμή μπορούν να καταρτίσουν σχετική συμφωνία (άρθρο 870 παρ.2 ΚΠολΔ). Προς αποφυγή παρεξηγήσεων πρέπει να τονίζεται στους διαδίκους που επιθυμούν να προσφύγουν στη διαιτησία ότι με αυτή δεν μπορούν να αποφύγουν την εφαρμογή διατάξεων δημόσιας τάξης (π.χ. ποινικών ή διοικητικών νόμων) καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης ενώπιον του Εφετείου αλλά μόνο για τους λόγους που ορίζονται στο 897 του ΚΠολΔ. Πέραν της διαιτησίας, ο δικαστής έχει πλέον τη δυνατότητα (από την παράγραφο 4 του 214Β ΚΠολΔ) να παραπέμψει τα μέρη στον αρμόδιο δικαστή-μεσολαβητή που υπηρετεί στο οικείο δικαστήριο. Κατά την παρότρυνση αυτή ο δικαστής οφείλει να τονίζει στα μέρη ότι όλοι οι παράγοντες της διαδικασίας δεσμεύονται γραπτώς να τηρήσουν το απόρρητο αυτής (άρθρο 214Β παρ.6 του ΚΠολΔ). Επίσης, με το άρθρο 214Γ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον Ν.4335/2015) ο δικαστής μπορεί προτού δικάσει την υπόθεση να προτείνει στα μέρη να προσφύγουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης. Εξάλλου, αν ο δικαστής διαπιστώσει πως τα μέρη έχουν αφ’ εαυτά τη διάθεση να επιλύσουν τη διαφορά τους με συμβιβασμό μπορεί να τους παροτρύνει να συμβιβαστούν και αφού καταρτίσουν σχετικό έγγραφο συμβιβασμού να το προσκομίσουν στον ίδιο προς επικύρωση. Πρέπει βέβαια να επισημάνει στα μέρη ότι ο ίδιος υποχρεούται να ελέγξει τη νομιμότητα του συμβιβασμού, σύμφωνα με το άρθρο 214Α παρ.3 του ΚΠολΔ, πλην όμως αν πληρούνται και οι τυπικές αυτές προϋποθέσεις τότε το έγγραφό που συνέταξαν αποτελεί τίτλο εκτελεστό, δηλαδή επιτρέπει την κίνηση εις βάρος του μέρους που δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση, πλειστηριασμός κτλ). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και η προσφυγή στην δικαστική μεσολάβηση μπορούν να λάβουν χώρα και μετά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

      Παρά τα εμφανή οφέλη από την προσφυγή σε κάθε ένα από το παραπάνω συστήματα επίλυσης διαφορών πριν την εκδίκαση της υπόθεσης, η νέα αυτή αντίληψη δεν στερείται μειονεκτημάτων στην εφαρμογή της. Βασική αδυναμία της συνιστά το ότι παροτρύνει τα δύο μέρη να συζητήσουν τη μεταξύ τους διαφορά ως ίσοι, τη στιγμή που το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ τους μπορεί να γέρνει εις βάρος του ενός και υπέρ του άλλου. Έτσι, όμως, το αδύνατο μέρος είναι εκτεθειμένο σε πιέσεις από τον ισχυρότερο, τις οποίες απέφευγε με την διαδικασία προσφυγής στον τρίτο-δικαστή. Επίσης, το ενδεχόμενο μη τήρησης της συμφωνίας από το ένα μέρος είναι πάντα πιθανό, οπότε ο θιγμένος πρέπει να ακολουθήσει τη δικαστική οδό μετά από καθυστέρηση. Πέραν των ανωτέρω, οι παράγοντες του ελληνικού συστήματος δικαιοσύνης εμφανίζουν δισταγμό στο να προσφύγουν σε άλλες μορφές επίλυσης διαφοράς πλην της έκδοσης απόφασης. Ο δισταγμός αυτός από την πλευρά των δικηγόρων οφείλεται αφενός στην εύλογη ανησυχία τους για την διασφάλιση του συμφέροντος των εντολέων τους μέσα από τις καινοφανείς αυτές διαδικασίες, αφετέρου στο εξίσου εύλογο και κατανοητό ενδιαφέρον να αποφύγουν τυχόν μείωση της δικηγορικής ύλης. Από την πλευρά των διαδίκων κυριαρχεί δυστυχώς η νοοτροπία ότι η πολιτική δίκη είναι αγώνας με στόχο όχι την ικανοποίηση ενός εννόμου συμφέροντος αλλά την  ολοκληρωτική επικράτηση επί του αντιδίκου. Τέλος, οι δικαστές από την πλευρά τους δεν είναι εξοικειωμένοι με τις δυνατότητες που τους παρέχει ο νόμος, ενώ ακόμα και όταν γνωρίζουν τις σχετικές διαδικασίες, υποβόσκει ο φόβος ότι θα κληθούν να απαντήσουν στον ισχυρισμό ότι δεν αποφεύγουν την δουλειά τους αν προτρέπουν τους διαδίκους σε άλλες οδούς επίλυσης της διαφοράς.

    Οι περισσότερες από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν έχουν εισαχθεί πρόσφατα στον ελληνικό κώδικα πολιτικής δικονομίας και οπωσδήποτε χρειάζεται να περάσει κάποιος χρόνος πριν η πρακτική εξοικειωθεί μαζί τους. Αναγκαίος βέβαια όρος για την επιτυχημένη εφαρμογή τους είναι να αποδεχθούμε οι δικαστές το γεγονός ότι οι νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες απαιτούν από εμάς την αποτελεσματική επίλυση των διαφορών των πολιτών, για την οποία πολλές φορές δεν αρκεί μία απλή έκδοση απόφασης.

Leave a reply

Designed by WEB-ICON

newspaper templates - theme rewards