‘Η προετοιμασία σου για τον πραγματικό κόσμο δεν βρίσκεται στις απαντήσεις που έχεις μάθει, αλλά στις ερωτήσεις που έχεις εκπαιδεύσει τον εαυτό σου να ρωτά’.
Η εισαγωγική πρόταση αποτελεί απόσταγμα της σοφίας του σπουδαίου Reiner Maria Rilke και νομίζω τυγχάνει ουσιαστικής εφαρμογής στο πεδίο της νομικής επιστήμης αλλά και της διαμεσολάβησης: όχι μόνο ως τέχνης αλλά και ως νόμου υπαρκτού, εδραιωμένου στη χώρα μας εδώ και σχεδόν μια δεκαετία.
Αλλά ας αναρωτηθούμε: είναι πράγματι εδραιωμένος σαν θεσμός η διαμεσολάβηση στη χώρα μας; Έχει αποκτήσει στην ελληνική κοινωνία, στον μέσο Έλληνα πολίτη αλλά και στον ελληνικό νομικό κόσμο τη θέση που της αξίζει; Έχει αξιοποιηθεί όπως θα έπρεπε;
Τα παραπάνω αλλά και αρκετά ακόμη ερωτήματα οφείλει να απευθύνει στον εαυτό του κάθε νομικός. Διότι η Νομική επιστήμη πέρα από το σύνολο των γνώσεων που μεταδίδει, προικίζει τους θεράποντές της με την μαθηματικού τύπου λογική, η οποία -μεταξύ άλλων- εμπεριέχει και τη λογική των σωστών ερωτήσεων.
Για όλους τους συναδέλφους δικηγόρους που επέλεξαν να λάβουν τον τίτλο του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή, αυτό αποκτά επιπρόσθετο νόημα αφού έχουν βιώσει την ουσία, την αξία και τις πολυεπίπεδες δυνατότητες αυτού του θεσμού.
Σε λίγο καιρό -εν μέσω διαβούλευσης του νόμου- θα αρχίσει να εφαρμόζεται η διάταξη για την υποχρεωτικότητα. Όμως, έχω την εντύπωση ότι ο μέσος, καθημερινός πολίτης (αλλά και μερίδα του νομικού κόσμου) δεν έχει ενημερωθεί για τη διαμεσολάβηση. Αυτό τουλάχιστον συνειδητοποιώ μέσα από τη δική μου καθημερινή ενάσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.
Για να αρχίσει να αποφέρει καρπούς η διαμεσολάβηση, θα πρέπει να ενεργοποιηθούν συντονισμένες προσπάθειες ενημέρωσης του Έλληνα πολίτη από τους αρμόδιους φορείς. Και για να γίνει αυτό πιο σαφές: οφείλουμε πρωτίστως εμείς οι διαμεσολαβητές να γνωρίσουμε την διαμεσολάβηση στον δικό μας κύκλο, στη δική μας πόλη, στους συνανθρώπους μας.
Η έννοια του ενεργού πολίτη, η έννοια αλλά και η ενίσχυση της δημοκρατικής ενημέρωσης τώρα αποκτά για τον κάθε διαμεσολαβητή ξεχωριστό νόημα. Η ανοχή της άγνοιας του μέσου Έλληνα (όσον αφορά τον θεσμό της διαμεσολάβησης) ισοδυναμεί με την ενδυνάμωσή της. Η αδράνεια που τυχόν επιδεικνύουμε είναι εφησυχασμός που μακροπρόθεσμα έχει καταδικαστικά αποτελέσματα όχι μόνο για την ίδια τη Δικαιοσύνη (που χρειάζεται ανάσες) αλλά και για την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της.
Πώς μπορεί ο κάθε πολίτης να γνωρίσει πρακτικά τη διαμεσολάβηση; Αρκεί μιας μορφής υποχρεωτικότητα για την επιτυχία ενός νόμου, ενός θεσμού; Πώς μπορούμε εμείς οι διαμεσολαβητές ευεργετικά να εξέλθουμε από την ασφάλεια μιας ημερίδας και τα σύνορα του όποιου πιθανού ελιτισμού ώστε να φέρουμε στο προσκήνιο της καθημερινής ζωής του μέσου, καθημερινού Έλληνα έναν τόσο ευεργετικό θεσμό; Ας αρχίσουμε να απευθύνουμε τέτοιου τύπου σοβαρά ερωτήματα στον εαυτό μας ούτως ώστε να μην παραμείνει γράμμα κενό το νομοθέτημα για τη διαμεσολάβηση αλλά να αποτελέσει πολύτιμη ανάσα που θα δώσει νέο νόημα στη Δικαιοσύνη στην Ελλάδα του 2019.