Μετά τη συμμετοχή του σε μια πολύωρη και κοπιαστική διαμεσολάβηση, ένας εκ των μερών (ήταν γενικώς κλειστός σαν χαρακτήρας) στο κλείσιμο της συνεδρίας μας και αφού είχε ολοκληρωθεί η συμφωνία, ζητά το λόγο και λέει ενώπιον όλων των παρισταμένων: “Αυτό που κρατάω εγώ από όλες αυτές τις ώρες είναι ότι αν ήμασταν στα δικαστήρια τώρα, θα ήμασταν όλοι μέσα στην πίεση και το άγχος.
Ενώ εδώ (σσ: στη διαμεσολάβηση), μπορέσαμε να κάνουμε όσα διαλείμματα θέλαμε, να πάρουμε μια ανάσα, να πιούμε μια γουλιά καφέ. Ένιωθα ότι μετράω, ότι μετράω κι εγώ. Εμένα προσωπικά με βοήθησε πολύ αυτό. Ηρεμούσα, σκεφτόμουν ψύχραιμα και συνέχιζα. Αυτό είναι σίγουρα κάτι που θα θυμάμαι για πολύ καιρό”.
Όντως, ένα από τα πολύ κύρια και ωφέλιμα στοιχεία που κάνουν τη διαμεσολάβηση χρήσιμη και αποτελεσματική σαν διαδικασία επίλυσης διαφορών είναι ότι δίνει στα εμπλεκόμενα μέρη και τους δικηγόρους τους να αντιληφθούν ότι η διαδικασία είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο που να δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας, κλίμα εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας. Και, φυσικά, να προχωρά (ή και να διακόπτεται διαλειμματικά) με ρυθμούς που βοηθούν τα μέρη και οδηγούν προς την επίλυση της διαφοράς τους.