Στη διαμεσολάβηση αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα μέρη επικοινωνούν. Στην αρχή μετ’εμποδίων και όσο προχωρά η διαδικασία, ολοένα και πιο ουσιαστικά.
Γι’αυτό και δεν σχετίζεται η διαμεσολάβηση με την ‘απονομή δικαίου’ αλλά με την εξεύρεση κοινά αποδεκτής από τα μέρη λύσης. Η συμφωνία στην οποία καταλήγουν ικανοποιεί τις ανάγκες, τα πραγματικά ‘θέλω’ τους. (Γι’αυτό άλλωστε και οι συμφωνίες που προκύπτουν από διαμεσολάβηση, τηρούνται στην συντριπτική τους πλειοψηφία!)
Κάτι τέτοιο, πέραν της τεράστιας σημασίας στη διατήρηση του διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των μερών, είναι ένα επιπλέον λιθαράκι στην αυξανόμενη ανάγκη για επι+κοινωνία και ενδυνάμωση των εν γένει ειρηνικών κοινωνικών σχέσεων.