Ας υποτεθεί πως μια υπόθεση είναι δεκτική διαμεσολάβησης. Ας υποτεθεί επίσης πως τα μέρη και οι δικηγόροι τους έχουν ήδη ξεκινήσει δικαστικό αγώνα κι άρα η υπόθεση εκκρεμοδικεί. Τι μπορεί να συμβεί τότε; Είναι δυνατή η διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολάβησης; Κι αν ναι, τι πρακτικά αποτελέσματα έχει; Πώς επηρεάζεται η πορεία της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου όπου εκκρεμοδικεί;
Στο άρθρο 3§1 του Ν. 3898/2010 (ο νόμος για τη διαμεσολάβηση) αναφέρεται πως “η προσφυγή στη διαμεσολάβηση αποκλείει προσωρινά και μέχρι περατώσεώς της τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων”. Αυτό έχει πρακτικές συνέπειες τόσο για την ίδια τη διαδικασία της διαμεσολάβησης όσο και για την πορεία της εκκρεμοδικούσας υπόθεσης.
Με την ολοκλήρωση και την υπογραφή του συμφωνητικού υπαγωγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ξεκινά μια προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς των μερών εξωδικαστικά. Αυτό γίνεται κατόπιν προτροπής του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης κι έπειτα από σχετική συμφωνία των μερών για την υπαγωγή της διαφοράς τους στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπως αναφέρεται στο 3§2 εδ.β’ του Ν.3898/2010.
Έπειτα, λοιπόν, από τη σχετική συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης η οποία θα συζητηθεί μετά την παρέλευση τριών τουλάχιστον μηνών αλλά όχι πέραν του εξαμήνου. Αυτό τι σημαίνει πρακτικά;
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης δίνει τη μοναδική δυνατότητα στα μέρη και τους νομικούς τους παραστάτες να αξιοποιήσουν τη δυναμική της και τα ευεργετικά της πλεονεκτήματα ούτως ώστε, με τη βοήθεια ενός πιστοποιημένου διαμεσολαβητή, να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσα στην απόλυτα εχέμυθη, απόρρητη και ασφαλή ατμόσφαιρα της διαμεσολάβησης.
Το συγκεκριμένο, περιοριστικό χρονικό διάστημα τίθεται από τον νομοθέτη ούτως ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε προσπάθεια παρέλκυσης της δίκης και μειώνει την οποιαδήποτε κακόβουλη κίνηση που θα αποσκοπούσε στην καθυστέρηση της εκδίκασης.
Η διαμεσολάβηση, σαν θεσμός και σαν διαδικασία, αποσκοπεί στο να βοηθήσει τα μέρη. Δεν τους στερεί τη δυνατότητα να επανέλθουν στην δικαστική οδό. Γι’αυτό και στο άρθρο 11 του προαναφερθέντος νόμου ορίζεται πως με την προσφυγή στη διαμεσολάβηση διακόπτεται η παραγραφή καθώς και η αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων καθ’όλη τη διάρκεια της διαδικασίας της διαμεσολάβησης. Μάλιστα συνεχίζει ορίζοντας: “Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων ΑΚ 261 επ, η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία που διεκόπησαν αρχίζουν πάλι από τη σύνταξη του πρακτικού αποτυχίας της διαμεσολάβησης ή από την επίδοση δήλωσης αποχώρησης από τη διαμεσολάβηση από εκάτερο των μερών στο άλλο μέρος και τον διαμεσολαβητή ή της με οποιονδήποτε τρόπο κατάργησης της διαμεσολάβησης”.
Διακοπή της παραγραφής σημαίνει πως όσο χρονικό διάστημα είχε διανυθεί δεν λαμβάνεται υπ’όψη. Το άρθρο 11 του Ν. 3898/2010 δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας, ορίζοντας ξεκάθαρα πως, με την ολοκλήρωση της διαμεσολάβησης, ξεκινά νέος χρόνος παραγραφής. Αυτό σημαίνει πως ο νόμος δεν υποβαθμίζει τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων ούτε, όμως, υπερτονίζει τη διαμεσολάβηση. Με το άρθρο αυτό, ισορροπεί ανάμεσα στις δύο διαδικασίες, θεωρώντας εξίσου ισότιμες τόσο το θεσμό της διαμεσολάβησης όσο και την δικαστική οδό αλλά και τη διαιτησία.